Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τοῠ ἐργαστηρίου

См. также в других словарях:

  • Αμάσιος, ζωγράφος του- — (6ος αι. π.Χ.). Συμβατικό όνομα με το οποίο εννοείται σπουδαίος αγγειογράφος. Είναι άγνωστο πού και πότε γεννήθηκε, έζησε πάντως στην Αττική και ζωγράφιζε αγγεία που κατασκευάζονταν στο εργαστήριο του αγγειοπλάστη Αμάσιος. Ζωγράφισε αμφορείς… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • Ιγκλ, Χάρι — (Harry Eagle, Βαλτιμόρη 1906 – 2002). Αμερικανός βιολόγος και γιατρός. Το 1923 αποφοίτησε από τη σχολή βιολογίας του πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς. Το 1927 έλαβε από το ίδιο πανεπιστήμιο το πτυχίο της ιατρικής σε ηλικία μόλις 21 ετών. Παρέμεινε… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • Λεμπέσης, Πολυχρόνης — (Σαλαμίνα 1848 – Αθήνα 1913). Ζωγράφος. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και συμπλήρωσε την εκπαίδευσή του στην Ακαδημία του Μονάχου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα έζησε και εργάστηκε κυρίως στη Σαλαμίνα και στον Πειραιά. Παρά την καλλιτεχνική αξία… …   Dictionary of Greek

  • Λόρενς, Έρνεστ — (Ernest Lawrence, Κάντον, Νότια Ντακότα 1901 – 1958). Αμερικανός φυσικός και πανεπιστημιακός. Το 1922 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Νότιας Ντακότα με πτυχίο χημικού, ενώ τον επόμενο χρόνο έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο από το πανεπιστήμιο της… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Βυζαντινό Καστοριάς — Το Βυζαντινό Μουσείο Καστοριάς εγκαινιάστηκε τον Μάιο του 1989 και βρίσκεται στην κορυφή του λόφου της βυζαντινής ακρόπολης της πόλης, στην πλατεία Δεξαμενής. Από τους πολυάριθμους ναούς που σώζονται στην πόλη, στο μουσείο εκτίθεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • Σίμποργκ, Γκλεν Θήοντορ — (Seaborg). Αμερικανός χημικός (Ισπέμινγκ, Μίσιγκαν 1912). Διπλωματούχος το 1936 του πανεπιστήμιου της Καλιφόρνιας, ασχολήθηκε με τη μελέτη των βαρέων στοιχείων, των σωματίων που αποτελούν το άτομο, και με τις αντιδράσεις που συμβαίνουν στις… …   Dictionary of Greek

  • Καρούμπαλος, Κωνσταντίνος — (Πάτρα 1928 –). Ηλεκτρονικός φυσικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στο τμήμα φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στην ηλεκτρονική στο πανεπιστήμιο του Παρισιού, του οποίου αναγορεύθηκε διδάκτορας (1964) και στο τμήμα διαστημικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»